- προσαρωγός
- ὁ, Αβοηθός.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἀρωγός «βοηθός»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσαρωγόν — προσαρωγός auxiliary masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρήγω — ἀρήγω (Α) 1. βοηθώ, συντρέχω κάποιον 2. βοηθώ κάποιον σε πόλεμο 3. συντελώ στη θεραπεία ασθένειας κάποιου 4. εμποδίζω, προλαβαίνω κάτι 5. γλυτώνω, κάποιον από κίνδυνο 6. απρόσ. ἀρήγει είναι καλό, πρέπει, αρμόζει. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται… … Dictionary of Greek